- καστανιέτες
- castagnettes
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
καστανιέτες — (castanetas). Κρουστό μουσικό όργανο ισπανικής καταγωγής, της οικογένειας των ιδιοφώνων. Οι κ. αποτελούνται από δύο ζευγάρια ξύλινα κρόταλα, η μορφή των οποίων μοιάζει με το εξωτερικό περικάλυμμα του κάστανου, δηλαδή είναι στρογγυλά και κοίλα. Το … Dictionary of Greek
σακόν — Χορός ιθαγενών, πιθανώς της Λατινικής Αμερικής, του οποίου τα πρώτα δείγματα, που ανάγονται στο 17o αι., είναι δοσμένα σε κλιμάκωση για ισπανική κιθάρα. Αποτελούμενος αρχικά από συγχορδίες σε τριαδικό ρυθμό, ο χορός αυτός έγινε αργότερα η… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
καστανιέτα — η (και συν. στον πληθ.) οι καστανιέτες ζεύγος χειροκροτάλων με τα οποία οι χορεύτριες συνοδεύουν τον χορό ή που χρησιμοποιούνται και στις ορχήστρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ισπ. castaneta (υποκορ. τού castana) < λατ. castanea «κάστανο»] … Dictionary of Greek
μπολερό — Παλιός ισπανικός χορός, που άνθησε προς το τέλος του 18ου αι.· η επινόησή του αποδίδεται συνήθως στον περίφημο χορευτή Σεμπαστιάν Θερέθο, ο οποίος τον είχε εμφανίσει το 1780. Η ρυθμική του αγωγή είναι σε τρεις χρόνους· χορεύεται με συνοδεία… … Dictionary of Greek
ταραντέλα — Ιταλικός λαϊκός χορός. Ονομάστηκε έτσι από την πόλη Τάραντα. Το μουσικό του μέτρο είναι 6/8, 3/8 με τη χαρακτηριστική αδιάκοπη χρήση τρίηχων. Ο ρυθμός είναι γοργός. Συνοδεύεται από κιθάρες, ντέφι, καστανιέτες και κάποτε και από τραγούδι. Στον… … Dictionary of Greek
Άραβες — Ομάδα λαών που κατοικούν στην Ασία και την Αφρική, υπάρχουν όμως και μετανάστες και σε άλλες περιοχές του πλανήτη μας. Το όνομα Ά. αποδίδεται σε όλους όσοι έχουν μητρική γλώσσα την αραβική και όχι μόνο, όπως θα μπορούσε να υποτεθεί, στους… … Dictionary of Greek
μαλαγκένια — Τραγούδι και χορός της Ισπανίας και, ακριβέστερα, της περιοχής της Μάλαγα, απ’ όπου προέρχεται και η ονομασία της. Η μ. –η αρχική μορφή της οποίας ονομάζεται punteada και η νεότερη rasgueada– είναι πολύ παλιός χορός. Η μελωδία της προέρχεται… … Dictionary of Greek
μουσικά όργανα — Σύμφωνα με τη φύση των σωμάτων που είναι προορισμένα να παράγουν ήχο (αν και μερικοί μελετητές τείνουν προς μια ιστορική ταξινόμηση), τα μ.ό. διακρίνονται σε τέσσερις μεγάλες κατηγορίες: τα ιδιόφωνα, τα μεμβρανόφωνα, τα χορδόφωνα και τα αερόφωνα … Dictionary of Greek